κλόνος

κλόνος
κλόνος: tumult; ἐγχειάων, ‘press of spears,’ Il. 5.167. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλόνος — confused motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • κλόνοι — κλόνος confused motion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνοις — κλόνος confused motion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνον — κλόνος confused motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνου — κλόνος confused motion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνους — κλόνος confused motion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνων — κλόνος confused motion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκλονος — μεγαλόκλονος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλόνος «θόρυβος, ταραχή» (πρβλ. πολύ κλονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”